Κατερίνα Σιαμπάνη

(Δημοσιεύτηκε στο βιβλίο  Πρακτικά του 7ο Πανελλήνιο Ιατρικό – Διεπιστημονικό Συνέδριο Νόσου Alzheimer και Συγγενών Διαταραχών – 2011).

Εισαγωγή

Μέσα στο πλαίσιο της ψυχοθεραπευτικής εργασίας μου στις ομάδες με άτομα που πάσχουν από τη νόσο Alzheimer και άλλες μορφές άνοιας στο ΚΗΦΗ, έχω ενσωματώσει πειραματικά και τη χρήση των παραμυθιών, στην οποία θα αναφερθώ εδώ και θα προσπαθήσω να δώσω μια εικόνα, τόσο σε θεωρητικό, όσο και εμπειρικό επίπεδο.

Τα παραμύθια στην ψυχολογία

«Σαν το σιτάρι σπέρνεται στον κόσμο η αλήθεια

Κι απ’ τον καθάριο σπόρο της φυτρώνουν παραμύθια.

Καλότυχος όποιος μπορεί τα στάχυα να θερίσει

Και το σιτάρι απ’ τα’ άχυρο καλά να ξεχωρίσει.

Για τον μικρό τον κόπο του μεγάλο κέρδος μένει:

Όλη η αλήθεια που θα βρει στα ψέματα κρυμμένη!

Γεώργιος Δροσίνης, Έλληνας ποιητής.

Όπως και με πολλές άλλες σύγχρονες ψυχολογικές θεωρίες και αντιλήψεις, οι ποιητές προηγήθηκαν κατά πολύ και σ’ αυτό το θέμα. Αργότερα και αρκετοί ψυχολόγοι αντιλήφθηκαν την δύναμη των λαϊκών παραμυθιών που φαίνεται να παίρνουν στα σοβαρά τα υπαρξιακά άγχη και διλήμματα και να απευθύνονται άμεσα σ’ αυτά,  όπως για παράδειγμα, στην ανάγκη μας να μας αγαπούν και στο φόβο  ότι οι άλλοι πιστεύουν πως δεν αξίζουμε, στην αγάπη για τη ζωή και στο φόβο του θανάτου.

Από τους πρώτους που ερεύνησαν το βαθύτερο νόημα των παραμυθιών ήταν ο Freud, ο οποίος είδε στα παραμύθια παρόμοιες εικόνες με αυτές των ονείρων που επιβεβαίωναν την ψυχοδυναμική του θεωρία. Για τον Freud οι μύθοι είναι όνειρα που πηγάζουν από τον ασυνείδητο νου. Πίστευε ότι τα παραμύθια εκφράζουν εσωτερικές συγκρούσεις, άγχη, κρυφούς φόβους και επιθυμίες τα οποία βρίσκονται παγιδευμένα στο υποσυνείδητό του ατόμου. Ο Freud μάλιστα προχώρησε στην ανάλυση των συμβολισμών συγκεκριμένων παραμυθιών που την εποχή του ήταν πολύ δημοφιλή, όπως τα παραμύθια των αδελφών Grimm. Έτσι, παρατήρησε πως και οι ασθενείς του χρησιμοποιούσαν παρόμοιους συμβολισμούς στα όνειρά τους[1].

Ωστόσο, ο πιο γνωστός ερευνητής των ονείρων υπήρξε ο Jung, ο οποίος έδωσε μια άλλη διάσταση στα όνειρα από την προϋπάρχουσα φροϋδική και αντίστοιχα και στα παραμύθια. Ο Jung πίστευε πως ο συμβολισμός των παραμυθιών θα πρέπει να βασίζεται σε κάτι πιο γενικό και όχι απλά στις ιδιαίτερες ατομικές συγκρούσεις μεμονωμένων ατόμων. Για τον Jung τα παραμύθια είναι μέρος και απόδειξη αυτού που αποκαλούσε «συλλογικό ασυνείδητο». Στην πραγματικότητα είναι δυνατόν, σύμφωνα με τον Jung, τα παραμύθια να αποκαλύπτουν και αρχέτυπα του «συλλογικού ασυνείδητου». Είναι ένα πανανθρώπινο φαινόμενο το οποίο εμφανίζεται από τις πιο πρωτόγονες κοινωνίες  μέχρι τις πιο σύγχρονες σημερινές, σαν ένας διαχρονικός τρόπος έκφρασης με την αφήγηση φανταστικών ιστοριών που βρίθουν από περιπέτειες, συμβολισμούς και ηθικά διδάγματα. Με τον όρο «συλλογικό ασυνείδητο» ο Jung αναφέρεται στις αρχέτυπες ιδέες που έχουν αποτυπωθεί από γενιά σε γενιά και ο καθένας από εμάς τις κουβαλά μέσα του, ανεξάρτητα από την κοινωνία που προερχόμαστε. Τέτοιες αρχέτυπες ιδέες είναι για παράδειγμα, η τροφοδότης μητέρα-φύση, ο κύκλος της ζωής, το σκοτεινό και μαύρο άγνωστο ή το νερό σαν έκφραση αναγέννησης [2].

Όπως βλέπουμε, δύο σημαντικοί  πρωτοπόροι της επιστήμης της ψυχολογίας ασχολήθηκαν και προσπάθησαν να δώσουν την δική τους ερμηνεία στους μύθους που φτιάχνει ο άνθρωπος και που μία από τις μορφές του είναι και το παραμύθι. Σε όλο τον κόσμο και σε κάθε εποχή οι άνθρωποι αφηγούνται παραμύθια που φαίνεται να αποτελούν μια ζωντανή έμπνευση για όλες τις δραστηριότητες του νου, των συγκινήσεων και του σώματος. Τα μυθικά στοιχεία που βρίσκουμε στα παραμύθια είναι αυτά που προσδίδουν ένα νόημα και μερικές φορές το κεντρικό νόημα στη ζωή μας. Αυτό συμβαίνει επειδή τα μυθικά στοιχεία που περιέχονται στο παραμύθι, έχουν την δύναμη να μας προσανατολίζουν προς τον κεντρικό πυρήνα, δηλαδή, στην ουσία των πραγμάτων. Με τη σειρά της η ουσία των πραγμάτων αφορά το πώς προσδιορίζουμε τον εαυτό μας και την σχέση μας με το περιβάλλον

Φαίνεται με κάποιο τρόπο να χρειαζόμαστε τα μυθικά στοιχεία του παραμυθιού στην καθημερινότητά μας, γιατί χωρίς το μυθικό περιεχόμενο, χωρίς το κεντρικό νόημα, η ζωή μας γίνεται πληκτική και ανούσια. Ο μυθολογικός πλούτος, μας ενισχύει, μας κεντρίζει το ενδιαφέρον, μας προσκαλεί να προσδώσουμε στη ζωή μας μια λάμψη, που μπορεί να μην είναι δική μας, παρόλα αυτά μας προκαλεί στο να δοκιμάσουμε να ανοίξουμε ένα δρόμο για να αναζητήσουμε και να αποκαλύψουμε αυτή τη λάμψη μέσα μας, δηλαδή στον εαυτό μας.

Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση, ο στόχος που έχω βάλει σε σχέση με την χρήση των παραμυθιών στην ομαδική ψυχοθεραπευτική παρέμβαση που συντονίζω σε άτομα που πάσχουν από άνοια, δεν είναι να ερμηνεύσουμε με ιδέες και ορθολογικά, δηλαδή διανοητικά μόνο, τα μυθικά στοιχεία του παραμυθιού, αλλά κυρίως να ενισχύσω  την ψυχική υγεία τους. Ο στόχος είναι να ενθαρρύνω τα άτομα να εκλάβουν από τα μυθικά στοιχεία του παραμυθιού ενέργεια, δύναμη, χαρά, ζωντάνια, και να δώσουν νόημα στη ζωή τους, στο «Εδώ και Τώρα» της διαδικασίας, που είναι και ο μόνος χρόνος που τα άτομα – ιδίως σε προχωρημένη άνοια – «αντιλαμβάνονται».

Στο σημείο αυτό, είναι σημαντικό και για μένα να νοηματοδοτήσω την χρήση των παραμυθιών στη «δουλειά μου» με την τρίτη ηλικία και την άνοια, κάτι που συχνά το κάνω σε κάθε ψυχοθεραπευτική παρέμβαση που αναλαμβάνω, είτε ατομική, είτε ομαδική, είτε σε παιδιά, είτε σε ενήλικες, είτε σε ζευγάρια, κ. ά. Σε ότι αφορά την ψυχοθεραπεία σε άτομα της τρίτης ηλικίας, είτε πάσχουν από κάποια μορφή άνοιας είτε όχι, έχω πάντα στο νου μου ότι βρίσκονται στο δεύτερο μισό της ζωής τους, και σύμφωνα με τον Jung (1977), οι στόχοι του δεύτερου μισού της ζωής του ανθρώπου είναι εσωτερικοί και θα πρέπει να σχετίζονται  κυρίως με την αναζήτηση νοήματος στη ζωή και το θάνατο [3].

Κατά τον Jung (1977), οι στόχοι του πρώτου μισού της ζωής του ανθρώπου αφορούν κυρίως την δημιουργία μιας οικογένειας και την καθιέρωση μιας σταδιοδρομίας. Όπως χαρακτηριστικά επισήμανε: «Αυτό που αναζητά ο νέος έξω, ο μεσήλικας οφείλει να το ανακαλύψει μέσα του» 3.

Με αυτή την επισήμανση φαίνεται  πόσο σημαντικό είναι να στραφεί ο άνθρωπος μέσα του για να αναζητήσει νόημα στη ζωή του, όταν μάλιστα ο άνθρωπος ζει πλέον ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στη φάση που ονομάζουμε γήρανση και όταν όπως γνωρίζουμε πολλά προβλήματα εμφανίζονται συχνά στην περίοδο της γήρανσης. Πλέον στις μέρες μας  μιλάμε για φυσιολογική και παθολογική γήρανση [4]. Στη φυσιολογική γήρανση το άτομο μπορεί να εμφανίζει μια μείωση των νοητικών και σωματικών ικανοτήτων του και κάποια έκπτωση στη ζωτικότητα και την ανθεκτικότητά του. Στη παθολογική γήρανση, το ηλικιωμένο άτομο εμφανίζει απώλεια της υγείας του, έλλειψη ζωτικότητας, ανθεκτικότητας και προβληματικές καταστάσεις όπως η κατάθλιψη, η αϋπνία, και οι διάφορες μορφές άνοιας που τείνουν να πάρουν μορφή επιδημίας στο προσεχές μέλλον. Σύμφωνα με τον Jaffe (1984), η παθολογική γήρανση μπορεί να προκύψει από την έλλειψη νοήματος: «Η απουσία νοήματος στη ζωή διαδραματίζει έναν κρίσιμο ρόλο στην αιτιολογία της νεύρωσης» [5].

Επιπλέον, η λέξη παραμύθι προέρχεται από το αρχαίο «παραμύθιον», που στην αρχαιότητα σήμαινε λόγος παρηγορητικός. Στο πέρασμα των χρόνων, η έννοια της παραμυθίας διευρύνθηκε και συμπεριέλαβε κάθε είδος φανταστικές αφηγήσεις που στόχο έχουν να συνεπάρουν την ανθρώπινη ψυχή και να την μεταφέρουν νοερά σε φανταστικούς κόσμους με σκοπό την ψυχαγωγία, την διδαχή, την παρηγοριά, ή ακόμα περισσότερο, την επούλωση των ψυχικών και συναισθηματικών τραυμάτων.

Παραμύθια για μεγάλους;

Η δύναμη των παραμυθιών αναγνωρίζεται πλέον  σαν το είδος της αφήγησης που ενώ αφηγείται μια φαινομενικά απλή ιστορία, π.χ. «ο λαγός και η χελώνα», μεταφέρει παράλληλα πολλά ηθικά μηνύματα και  νοήματα σε μεγαλύτερο βάθος απ’ ότι ο λόγος του παραμυθιού αυτός καθ’ αυτός. Αυτό κάνει την αφήγηση των παραμυθιών κι ένα  μέσο μάθησης. Γι αυτό και αποτελούν τα παραμύθια ένα σημαντικό παιδαγωγικό εργαλείο που χρησιμοποιούν οι ενήλικοι για να μεταδώσουν στα παιδιά αξίες και ιδανικά που και οι ίδιοι ασπάζονται. Αξίες όπως η καλοσύνη, η ισότητα, η δικαιοσύνη, η υπομονή, είναι μερικά από τα πανανθρώπινα μηνύματα που μεταδίδουν τα παραμύθια. Γι’ αυτό ο Bettelheim (1976), στο έργο του για τα παραμύθια, προσφέρει σημαντικό και πρωτότυπο παιδαγωγικό υλικό χρήσιμο σε εκπαιδευτικούς και παιδαγωγούς των σύγχρονων σχολείων [6]. Ακόμα περισσότερο όμως, τα παραμύθια αποτελούν έναν τρόπο έκφρασης ιδεών και αντιμετώπισης των διλημμάτων (πολώσεις, στη ψυχοθεραπεία Gestalt) ενός παιδιού στην πορεία του προς την ενηλικίωση.

Ωστόσο, υπάρχει και η άποψη πολλών ψυχολόγων σήμερα που υποστηρίζει πως τα παραμύθια μπορούν να βοηθήσουν τους ενήλικες να ξεπεράσουν κάποια ψυχολογικά προβλήματα και να ενσωματώσουν τις πολώσεις τους. Ένας σημαντικός υποστηρικτής αυτής της ιδέας είναι ο Dieckmann, του οποίου η θεωρία υποστηρίζει ότι το άτομο μπορεί να βοηθηθεί αποτελεσματικά εάν διηγηθεί το αγαπημένο του παραμύθι. Ο Dieckmann πιστεύει ότι το αγαπημένο παραμύθι που αποτυπώθηκε στη μνήμη του ατόμου έχει σημαντική ψυχολογική βαρύτητα για την ίδια την ύπαρξή του και τα προβλήματα που το απασχολούν.

Σύμφωνα με τον Dieckmann, όταν συνειδητοποιήσουμε την βαθύτερη σημασία του νοήματος του παραμυθιού που θυμόμαστε, τότε μπορούμε ευκολότερα να μεταφράσουμε τις ασυνείδητες σκέψεις και τους φόβους μας και να καταφέρουμε να τους αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικότερα[7].

Στους ηλικιωμένους ενήλικες που πάσχουν από άνοια κάποια χαρακτηριστικά των ελληνικών παραμυθιών φαίνεται να ενεργοποιούν την μνήμη τους, όπως για παράδειγμα, η  γλώσσα, η παράδοση, η προβολή του φυσικού περιβάλλοντος αλλά και του ίδιου του χαρακτήρα του ελληνικού λαού.

Αφήγηση ελληνικού λαϊκού παραμυθιού:  Η κουκουβάγια και η πέρδικα.

Στις ομάδες που τα άτομα πάσχουν από την νόσο Alzheimer ή άλλη μορφή άνοιας και είναι σε προχωρημένο στάδιο, επιλέγω μικρά παραμύθια, όπως η κουκουβάγια και η πέρδικα, κ,ά, Περιληπτικά το παραμύθι αφηγείται το πώς η πέρδικα δίνει στην κουκουβάγια που πήγαινε στο σχολείο φαγητό στο μικρό της, το κολατσιό και για το περδικάκι της. Όταν η κουκουβάγια την ρωτάει: «Πως θα γνωρίσω το παιδάκι σου;», η πέρδικα πολύ απλά απαντάει: «Είναι το ομορφότερο παιδί σε όλο το σχολείο!». Μετά από κάποια ώρα η κουκουβάγια επιστρέφει το κολατσιό που της έδωσε η πέρδικα και της λέει: «Δεν κατάφερα να βρω το παιδάκι σου. Κάθισα μια ώρα στο σχολείο. Όσο και να κοιτούσα δεν έβλεπα ομορφότερο παιδί από το δικό μου»

Συστήνω  κατά την διάρκεια της αφήγησης χρήση παντομίμας,  αλλαγή της φωνής, και  χρήση αξεσουάρ.

Ενθαρρύνω τα μέλη της ομάδας να αναγνωρίσουν λέξεις κλειδιά που ακούστηκαν στο παραμύθι (Key words), Ενδεικτικά αναφέρω μερικές λέξεις κλειδιά από το συγκεκριμένο παραμύθι: Δάσος, Γράμματα, σχολείο, τιμωρία, κ,λ,π,

Με τα μέλη κάνω διάλογο μένοντας σε κάποιες λέξεις κλειδιά και προτείνοντας να μιλήσουν γι’ αυτές: Υπάρχει κάποιος που βίωσε την τιμωρία στο σχολείο; Ποια είναι η γνώμη σας για την τιμωρία σήμερα.

Η λέξη τιμωρία – την  ξεχωρίζω με άλλο χρώμα – επειδή αποδείχτηκε μια πολύ «δυνατή» λέξη στην ομάδα με τα άτομα που πάσχουν από προχωρημένη άνοια, και το Mini Mental είναι 12 το μεγαλύτερο και 0 το χαμηλότερο.

Ο λόγος που πειραματίζομαι με διάφορες μορφές επικοινωνίας – όπως οι σωματικές ασκήσεις, τα παιχνίδια, η ζωγραφική, το κολάζ, ο πηλός, η Αμμοθεραπεία, τα παραμύθια, κ.ά. – είναι το ότι τα άτομα που έρχονται στο ΚΗΦΗ βρίσκονται σε προχωρημένα στάδια της άνοιας και πολλά απ’ αυτά δεν ανταποκρίνονται στην λεκτική επικοινωνία. Η αφήγηση ενός λαϊκού παραμυθιού φαίνεται να ακουμπά και να συγκινεί και αυτά τα άτομα και να ανακινεί αναμνήσεις. Ο στόχος μου σε αυτά τα στάδια δεν είναι αυτός που ενδεχόμενα θα μπορούσε να είναι αν εργαζόμουν με μια ομάδα ηλικιωμένων με ήπια νοητική διαταραχή. Δηλαδή, να ζητήσω να επαναλάβουν ό,τι θυμούνται από το παραμύθι ή να δημιουργήσουν ένα δικό τους παραμύθι.  Εδώ, «δουλεύω» περισσότερο με την χρήση υλικών όπως, πίνακες, εικόνες, αντικείμενα, κ.ά. Για παράδειγμα,  δείχνω μια εικόνα για την τιμωρία και ενθαρρύνω μια συζήτηση για το τι σημαίνει τιμωρία. Ξαφνικά ένα μέλος της ομάδας, η κυρία Ευθαλία,αυθόρμητα σηκώνεται από την θέση της και «δείχνει» με έναν δικό της τρόπο τι σημαίνει τιμωρία. Κάθεται στην γωνία του τοίχου με γυρισμένη την πλάτη στην ομάδα, τα χέρια στο πρόσωπο και κλαίει. ‘Όταν την ρωτάω τι κάνει, μου απαντά: «Σου δείχνω πως έκανα όταν η δασκάλα μ’ έβαζε τιμωρία. Ήμουν γυρισμένη στον τοίχο και έκλαιγα. Θυμάμαι που ένιωθα άσχημα». Σε μια ανέλπιστη στιγμή, μαθαίνω κάτι ακόμα από την ζωή της ενώ η ίδια εκφράζει την έκπληξή της που θυμήθηκε κάτι  που πίστευε ότι είχε ξεχάσει. Αμέσως, και άλλα μέλη της ομάδας εκφράζονται. Προς μεγάλη μου έκπληξη, εκφράζουν την άποψή τους για την τιμωρία και αποκαλούν «κακιά» την δασκάλα που έβαζε τιμωρία. Εκφράζουν θυμό και επιπλέον μιλάνε για την τιμωρία που έβαζαν στα παιδιά τους όταν ήταν μικρά. Εδώ μαλακώνουν. Δικαιολογούν τον εαυτό τους και ονομάζουν  ελαφριά την τιμωρία που χρησιμοποίησαν για τα παιδιά τους. Για παράδειγμα, η κυρία Γιάννα, λέει: «Εεεε, όταν τα παιδιά μου έκαναν φασαρία τα έδινα ένα δυο χτυπηματάκια στο ποπό, για να ηρεμήσουν. Ελαφρά χτυπηματάκια, μη φανταστείς τίποτα σοβαρό». «Εεε, ναι έτσι έκανα κι εγώ». προσθέτει η κυρία Μαρία, και συνεχίζει: «Και ο πατέρας μου έδερνε τα αδέρφια μου, αλλά εμένα δεν με έδειρε ποτέ, επειδή ήμουν κορίτσι. Μόνο τα’ αγόρια έδερνε». Ένα άλλο μέλος της ομάδας κλαίει συγκινημένο. Δεν εκφράζεται λεκτικά, παρόλα αυτά συμμετέχει με τον δικό της τρόπο στον διάλογο που κάνει η ομάδα. Της κρατώ το χέρι και της λέω ότι την καταλαβαίνω. Της μιλάω για την δική μου εμπειρία από την τιμωρία που μ’ έβαλε η δασκάλα στην πρώτη Δημοτικού, λέω πως αισθάνθηκα και πως αισθάνομαι τώρα. Η κυρία Αμαλία χαϊδεύει το χέρι μου και μου ψιθυρίζει: «Σε καταλαβαίνω».  Αισθήσεις, μνήμες, συναισθήματα, επαφή, κάθαρση, όλα είναι εδώ και  ομάδα σήμερα είναι άκρως θεραπευτική!

Ένα άλλο παράδειγμα, αποτελεί το πώς χρησιμοποιώ τις λέξεις κλειδιά –  που ξεχωρίζω με το πράσινο χρώμα:  αετός – κουκουβάγια – πέρδικα. Στο σημείο αυτό δείχνω τις εικόνες των τριών πουλιών και ζητάω από τα μέλη (ή το κοινό) να αναγνωρίσει και να κατονομάσει ποιο είναι το κάθε πουλί. Στην περίπτωση κι εδώ, που εργάζομαι με άτομα με ήπια νοητική διαταραχή ή που βρίσκονται στο πρώτο στάδιο της άνοιας,  προτείνω να μιλήσουν περισσότερο για γνωστικά κομμάτια με έναυσμα το παραμύθι.

Τι γνωρίζετε για το κάθε πουλί. (π.χ. Ο αετός πετάει πάρα πολύ ψηλά. Είναι ένα από τα πιο δυνατά πουλιά που υπάρχουν. Υπάρχουν πολλά είδη αετών, όπως ο γυπαετός, κ.ά. Ο αετός τρώει φίδια, λαγούς, μέχρι και πρόβατο μπορεί να αρπάξει με τα γαμψά του νύχια. Είναι σύμβολο των ΗΠΑ = δύναμη.

Η κουκουβάγια είναι νυχτόβιο πουλί. Αυτό σημαίνει ότι βλέπει πολύ καλά  στο σκοτάδι και κυνηγάει τη νύχτα. Είναι σύμβολο σε βιβλιοθήκες και  σχολεία = σοφία. Η πέρδικα έχει πολύ όμορφα φτερά και περπατά με χάρη.

Ποιες από τις λέξεις κλειδιά που ακούστηκαν στο παραμύθι σχετίζονται με τα πουλιά. Για παράδειγμα: Ράμφος, φτερά, πετάω, φωλιά, κελάηδησε, δάσος…

Αισθήσεις:

Όταν η ομάδα απαρτίζεται από άτομα σε προχωρημένη άνοια εστιάζω σε χαρακτηριστικά που αναδύονται στο παραμύθι και ενθαρρύνω την «ασυνείδητη γνώση».  Αυτή δηλαδή που και το ίδιο το άτομο δεν γνωρίζει ότι έχει και πολλές φορές παρατηρώ ότι «πυροδοτείται» με διάφορα ερεθίσματα που φαίνεται να «ξυπνάνε» αναμνήσεις. Η Marie-Louize von Franz (1978), στο βιβλίο της The interpretation of Fairy-Tales, εκφράζει τις απόψεις της για το παραμύθι, επηρεασμένη έντονα από τον Jung και κάνοντας χρήση των όρων που ο Jung εισήγαγε όπως, αρχέτυπα, ατομικό και συλλογικό ασυνείδητο.  Στις απόψεις της συμπεριλαμβάνεται και η παρακάτω: «τα παραμύθια εκφράζουν κατά τρόπο εξαιρετικά λιτό και άμεσο τις ψυχικές διεργασίες του συλλογικού ασυνείδητου. Γι’ αυτό το λόγο έχουν ανώτερη αξία για την επιστημονική διερεύνησή τους απ’ ότι άλλα υλικά. Στα παραμύθια αποτυπώνονται τα αρχέτυπα στην πιο απλή, την πιο συνοπτική μορφή τους». Ενώ το ατομικό ασυνείδητο περιέχει τις ξεχασμένες ή απωθημένες αναμνήσεις του ατόμου, το συλλογικό ασυνείδητο διαμορφώνεται από δυναμικές που περιλαμβάνουν το κοινό υπόβαθρο ολόκληρης της ανθρωπότητας. Τα αρχέτυπα απεικονίζονται σαν δημιουργικές δυνατότητες, σαν δομικές δυνάμεις του ανθρώπινου ψυχισμού, όπου το σύνολο αυτών των δυνατοτήτων και των δυνάμεων απαρτίζει αυτό που ο Jung ονόμασε συλλογικό ασυνείδητο[8]. Προσωπικά, χρησιμοποιώ τον όρο «συλλογική γνώση», για τα άτομα που πάσχουν από άνοια, παρατηρώντας την κατάσταση της μνήμη τους που φαίνεται να την έχουν χάσει σε σημαντικό βαθμό, και ενώ όλες οι γνωστικές λειτουργίες δείχνουν σαν ένα λευκό, άγραφο χαρτί, μέσα από το παραμύθι αναδύεται μια γνώση που δείχνει ότι το άτομο είναι ακόμα εδώ και «φέρνει» μια γνώση που μπορεί να εξηγηθεί κατά την γνώμη μου με αυτό που έχει αποκαλέσει ο Jung συλλογικό ασυνείδητο.

Για παράδειγμα, στο παραμύθι ακούσανε τη λέξη σχολείο. Αμέσως μετά την αφήγηση του παραμυθιού τα άτομα που βρίσκονται σε προχωρημένη άνοια, ήδη έχουν ξεχάσει το παραμύθι, πόσο μάλλον την λέξη σχολείο. Για τον λόγο αυτό  χρησιμοποιώ   εικόνες – φωτογραφίες, ακόμα και έργα ζωγράφων που σχετίζονται με το σχολείο, π.χ. σχολική ποδιά, που μπορεί στην εικόνα να είναι μια ασπρόμαυρη φωτογραφία μιας μαθήτριας που φοράει την μαθητική της ποδιά. Το εκπληκτικό είναι ότι κάποια άτομα θυμούνται ότι είχε μπλε χρώμα και ότι τη φορούσαν με ένα άσπρο γιακά που πολλές φορές ήταν πλεγμένος στο χέρι. Και μάλιστα, άτομα που στην καθημερινότητά τους μπερδεύουν ή δεν μπορούν να κατονομάσουν καθόλου τα χρώματα. Ένα μέλος της ομάδας – ο κύριος Θρασύβουλος – θυμήθηκε το πηλίκιο που φορούσε στο σχολείο και που το φορούσαν μόνο τα’ αγόρια.

Τα θρανία, ο μαυροπίνακας, η κιμωλία – που μπορεί να την κουβαλώ και μαζί μου – επιλέγω  να τα χρησιμοποιώ και να δείχνω  φωτογραφίες τους στην οθόνη του υπολογιστή ή τυπωμένες στο χαρτί. Οι φωτογραφίες αποτελούν ερεθίσματα των αισθήσεων και «ανοίγουν» τη μνήμη των  μελών της ομάδας. Στο σημείο αυτό επιδιώκω να εμπλέξω και άλλα αισθητηριακά ερεθίσματα, – εκτός της όρασης –  όπως να δώσω να κρατήσουν την κιμωλία και να γράψουν μ’ αυτήν.  Επίσης, χρησιμοποιώ την παντομίμα και το τραγούδι, π.χ. προτείνω να τραγουδήσουμε όλοι μαζί ένα τραγούδι για το σχολείο, όπως το «φεγγαράκι μου λαμπρό» και να το κάνουμε παντομίμα, όλοι μαζί στην ομάδα. Ακόμα και άτομα που εμφανίζουν την μικρότερη συμμετοχή στην ομάδα, στο σημείο αυτό ενεργοποιούνται και εμπλέκονται στην διαδικασία. Παρόλο που οι έρευνες δείχνουν ότι η αίσθηση της όσφρησης εκπίπτει στα άτομα που πάσχουν από την νόσο Alzheimer, συχνά συμπεριλαμβάνω στην θεραπευτική διαδικασία και οσφρητικά ερεθίσματα. Στο παραμύθι που διασκεύασα πρόσθεσα μία πρόταση που σχετίζεται με την όσφρηση, ακριβώς για να εμπλέξω στην διαδικασία την αίσθηση αυτή: «…Κι απ’ εδώ που είμαι τα μυρίζομαι και μου τρέχουν τα σάλια».  Συνήθως έχω μέσα σε κουτάκια υλικά με χαρακτηριστική οσμή, όπως καφές, κακάο, πιπέρι, βασιλικός. Στο παραμύθι εδώ κατευθύνω τη συζήτηση στη μυρωδιά του βασιλικού, που σχετίζεται με τον αγιασμό και τον βασιλικό που χρησιμοποιεί ο παπάς. Προσκαλώ κάποιο μέλος της ομάδας να πειραματιστεί με τις μυρωδιές – με τη μορφή παιχνιδιού – του κλείνω τα μάτια μ’ ένα πανί και τοποθετώ κοντά στη μύτη του το κουτάκι π.χ. με την μυρωδιά του πιπεριού. Ζητάω να μυρίσει και να πει στην ομάδα αν αναγνωρίζει την μυρωδιά. Κάποιοι με το που μυρίζουν το πιπέρι φτερνίζονται και ακόμα κι αν δεν αναγνωρίσουν την μυρωδιά θυμούνται το πιπέρι. Ένας από τους στόχους είναι να αναγνωρίσουν την οσμή του βασιλικού. Δεν είναι ο μόνος στόχος. Γι αυτό και επιλέγω να εμπλέξω με την μορφή παιχνιδιού όλα τα μέλη στη διαδικασία. Είναι ένα τρόπος που βοηθά στην ενεργοποίηση της ομάδας, τα μέλη διασκεδάζουν και  περιμένει ο καθένας την σειρά του για να μυρίσει τα κουτάκια. Επιπλέον, επειδή από έρευνες γνωρίζουμε ότι η όσφρηση εκπίπτει στα άτομα που πάσχουν από την νόσο Alzheimerείναι και ένα διαγνωστικό κριτήριο.

Συναισθήματα:

Στη διασκευή που έκανα στο παραμύθι συμπεριέλαβα και συναισθήματα και αυτό δεν το κάνω τυχαία. Η ψυχοθεραπεία Gestalt είναι ολιστική θεραπευτική προσέγγιση και βλέπει τον άνθρωπο σαν Όλον. Δηλαδή, σαν νου, πνεύμα, ψυχή και σώμα. Ο άνθρωπος μας ενδιαφέρει όχι μόνο σαν διανοητικό όν, αλλά και σαν πνευματικό, συναισθηματικό και σωματικό όν. Μπορεί το άτομο που πάσχει από άνοια γνωστικά να ξεχνάει τις αναμνήσεις του όμως κάπου στον Οργανισμό υπάρχουν ακόμα πληροφορίες και ζωντανά λειτουργικά κομμάτια του εαυτού με τα οποία μπορεί να επικοινωνεί με το περιβάλλον. Αρκεί το περιβάλλον, οι περιθάλποντες – να επιχειρεί να «προκαλέσει» αυτές τις πληροφορίες και τις γνώσεις. Τα συναισθήματα είναι τα πιο ζωντανά λειτουργικά μέρη του εαυτού και είναι αυτά που πεθαίνουν τελευταία. Ο θυμός, το άγχος, η θλίψη και ο φόβος είναι συναισθήματα που νιώθει ό καθένας από εμάς όταν βιώνουμε την απώλεια. Το άτομο που πάσχει από άνοια στα πρώτα στάδια έχει επίγνωση των απωλειών που βιώνει και αναπόφευκτα αισθάνεται άγχος, φόβο, θυμό και θλίψη. Αναρωτιέμαι πολλές φορές αν έχει την δυνατότητα και αν κάποιος του δίνει την ευκαιρία να εκφράσει αυτά τα συναισθήματα. Στην μέχρι τώρα κλινική εμπειρία μου σπάνια έχω συναντήσει τέτοιες περιπτώσεις. Συχνά εγώ είμαι αυτή που αναλαμβάνω αυτό το έργο. Να δώσω την ευκαιρία στο άτομο που νοσεί να μιλήσει για τα συναισθήματά του. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τους περιθάλποντες. Στο συγκεκριμένο παραμύθι αναφέρω τα συναισθήματα του θυμού και της στεναχώριας και συνήθως ενθαρρύνω την συζήτηση γύρω απ’ τα συναισθήματα. Συχνά, και με έκπληξη, παρατηρώ, στην αρχή δειλά και στη συνέχεια εντονότερα, κάποια μέλη της ομάδας να τολμούν να εκφράζουν και λεκτικά τα συναισθήματά τους. Πέρα από την λεκτική έκφραση ο θυμός είναι το συναίσθημα που πολύ συχνά εκδηλώνουν τα άτομα που βλέπω εγώ στο ΚΗΦΗ με επιθετική συμπεριφορά, με ένταση στη φωνή, με σχόλια για άλλους – προβολή – τους οποίους βλέπουν και αντιλαμβάνονται ότι θυμώνουν, κάτι που δεν βλέπουν και δεν αντιλαμβάνονται για τον εαυτό τους.

Βιβλιογραφία:

[1]Freud, S. (1913). The Occurrence in Dreams of Material from Fairy Tales. The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, Volume XII (1911-1913): The Case of Schreber, Papers on Technique and Other Works, 279-288.

[2] Jung, C.G. (1978). Man and His Symbols. London: Picador.

[3]Jung, C. G. (1977). The Soul and Death. In Psychology and the Occult. CW 8 Princeton, NJ: Princeton University Press. (1st ed. 1934).

[4] Οικονομίδης,  Δ. (2005). Η φυσιολογική γήρανση. Σε Μ. Τσολάκη & Α. Κάζης. (Eds). Άνοια. Ιατρική και κοινωνική πρόκληση. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

[5]Jaffe, A. (1984). The myth of meaning in the work of C. G. Jung. Zurich, Switzerland: Daimon.

[6]Bettelheim, B. (1976). The uses of enchantment: The meaning and importance of fairy tales. New York: Vintage.

[7]Dieckmann, H. (1997).  Fairy-tales in psychotherapy. Journal of Analytical Psychology, 42, 2, 253-268.

[8]Von Franz, M.L. (1996). The Interpretation of Fairy Tales. London: Shambala Publications.