Σήμερα 1η Οκτωβρίου Παγκόσμια ημέρα των Ηλικιωμένων είναι μια καλή ευκαιρία να μιλήσουμε για την τρίτη ηλικία, τις διακρίσεις που βιώνουν πολλοί ηλικιωμένοι αλλά και τα προβλήματα των ηλικιωμένων που είναι σημαντικό να τα γνωρίζουμε – ιδιαίτερα όσοι έχουμε στο περιβάλλον μας ηλικιωμένα άτομα ή εργαζόμαστε με αυτά.
Η Παγκόσμια Ημέρα Ηλικιωμένων μας δίνει αυτήν την ευκαιρία και αυτός είναι ο σημαντικός στόχος της θέσπισής της. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να ευαισθητοποιηθούμε στα ζητήματα και τα θέματα ενός σημαντικού μέρους του πληθυσμού που αποτελείται από ηλικιωμένα άτομα και που τείνει να αυξάνεται δραματικά.
Η παρατήρηση της αύξησης του αριθμού των ηλικιωμένων ατόμων σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν που οδήγησε το 1990 τη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. να καθιερώσει τη 1η Οκτωβρίου ως Παγκόσμια Ημέρα για την τρίτη Ηλικία. Ο στόχος βέβαια όπως ήδη αναφέρθηκε δεν αφορά μόνο την ευαισθητοποίηση των κυβερνήσεων στα ζητήματα των ηλικιωμένων, αφορά επίσης και όλους εμάς τους πολίτες που είναι σημαντικό να μπορούμε να κατανοήσουμε τις ανάγκες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα ηλικιωμένα άτομα και να στεκόμαστε δίπλα τους με αγάπη και σεβασμό.
Σήμερα η συνεχιζόμενη αύξηση των ατόμων που βρίσκονται σε ηλικίες πάνω από 60 ετών αποτελεί ένα φαινόμενο που πρώτη φορά γνωρίζει η Παγκόσμια κοινότητα και φαίνεται να αποτελεί ευκαιρία για πολλές χώρες, και για τη χώρα μας επίσης, να ξαναδούμε και να επαναπροσδιορίσουμε ζητήματα που αφορούν το συνταξιοδοτικό, τις παροχές υπηρεσιών υγείας, τα ιδρύματα για τους ηλικιωμένους και πολλά άλλα θέματα που προκύπτουν από την αύξηση της πληθυσμιακής γήρανσης.
Το φαινόμενο της πληθυσμιακής γήρανσης κάνει τα πρώτα του βήματα κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα και ιδιαίτερα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με την αύξηση του μέσου όρου ζωής κατά σχεδόν 30 χρόνια από το 1900 εώς το 2000. Έχω μπροστά μου έναν πίνακα του National Vital Statistics Report του 2002 που δείχνει το μέσο όρο ζωής τη δεκαετία του 1900 να είναι τα 47 χρόνια και εκατό χρόνια μετά το 2000 να είναι τα 77 χρόνια. Όπως καταλαβαίνουμε στις αρχές του 20ου αιώνα ένας άνθρωπος 47 ετών ήταν ηλικιωμένος ενώ το 2000 θεωρείται ηλικιωμένος ένας άνθρωπος 77 ετών.
Για την Ελλάδα μας το φαινόμενο της πληθυσμιακής γήρανσης επίσης τείνει να λαμβάνει δραματικές διαστάσεις δεδομένου και της παρατηρούμενης μείωσης των γεννήσεων. Κι εδώ τα στατιστικά στοιχεία δεν είναι αισιόδοξα καθώς εμφανίζουν τα άτομα πάνω από 65 χρόνων, να αποτελούν το 18% του πληθυσμού της χώρας μας, με προοπτική το 2030 να αυξηθεί κατά 10% ο πληθυσμός του ηλικιωμένου πληθυσμού.
Κάποια ενδιαφέροντα στατιστικά στοιχεία που αφορούν την αύξηση της πληθυσμιακής γήρανσης σε Παγκόσμιο επίπεδο αξίζει να αναφερθούν καθώς προέρχονται από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Σήμερα ένας στους δέκα κατοίκους του πλανήτη μας έχει ηλικία 60 ετών και άνω. Οι ερευνητές υπολογίζουν ότι μέχρι το 2050, η αναλογία θα γίνει “ένας στους πέντε”, ενώ για το 2150 εκτιμάται ότι θα ανέρχεται σε “έναν στους τρεις”.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία μας δίνουν την αφορμή να μιλήσουμε για το πόσο απαραίτητη πλέον είναι η ευαισθητοποίηση μας στα ζητήματα των ηλικιωμένων με κυρίαρχο το μοντέλο που κάποιοι ονόμασαν «άτυπο βιολογικό απαρτχάιντ» ή «άτυπο ηλικιακό απαρτχάιντ» και που φαίνεται να αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα στον Δυτικό κόσμο. Τι σημαίνει όμως ο όρος «άτυπο ηλικιακό απαρτχάιντ»; Σίγουρα κάποιοι θυμόσαστε το απαρτχάιντ ως καθεστώς φυλετικών διακρίσεων που είχαν εφαρμόσει η λευκοί στους μαύρους γηγενείς της Νοτίου Αφρικής. Στην περίπτωση των ηλικιωμένων το «άτυπο ηλικιακό απαρτχάιντ» είναι ένα αντίστοιχο ρατσιστικό κοινωνικό φαινόμενο που δεν αφορά το χρώμα των ανθρώπων αλλά την ηλικία. Και βέβαια δεν μας το επιβάλει κάποιος – όπως στην περίπτωση της Νοτίου Αφρικής, για αυτό και ονομάστηκε άτυπο – αλλά όλοι μας μπορεί να είμαστε θύματα αυτού του καθεστώτος, όταν καθημερινά βομβαρδιζόμαστε από εικόνες και μηνύματα για το πώς πρέπει να είμαστε για να μας αποδέχονται οι άλλοι. Δηλαδή: «νέοι, ωραίοι και επιτυχημένοι».
Συχνά έχω βρεθεί μάρτυρας τέτοιων φαινομένων που θυμίζουν το «άτυπο ηλικιακό απαρτχάιντ», και θα αναφέρω ένα πολύ συνηθισμένο παράδειγμα για όσους χρησιμοποιούμε την αστική συγκοινωνία. Οι νέοι να μιλάνε αρνητικά σε ηλικιωμένους όταν τους ζητάνε να τους παραχωρήσουν το κάθισμα τους ή και το αντίθετο, ηλικιωμένους να κατηγορούν τους νέους για έλλειψη σεβασμού, όταν δεν σηκώνονται για να καθίσουν οι ίδιοι. Αυτό που διακρίνουμε μέσα από τέτοιους διαπληκτισμούς δεν είναι παρά μια μορφή ρατσισμού που αφορά τη βιολογική κατάσταση του ατόμου, την ηλικία του και τη σωματική του κατάσταση. Και φυσικά ως ρατσιστικό φαινόμενο καλά θα κάνει να μας απασχολήσει και να μας προβληματίσει – ιδιαίτερα όταν εμείς οι ίδιοι βρισκόμαστε ή στη μια θέση ή στην άλλη – και παρατηρούμε να συμπεριφερόμαστε κάτω από το «καθεστώς του άτυπου ηλικιακού απαρτχάιντ».
Για να βοηθήσουμε τώρα τη μείωση ή ακόμα καλύτερα την εξαφάνιση του φαινομένου αυτής της διάκρισης είναι σημαντικό να προσεγγίσουμε τα ζητήματα των ηλικιωμένων με προσοχή, ευαισθησία και γνώση των θεμάτων που απασχολούν και μερικές φορές δυσχεραίνουν τη ζωή τους.
Πολλές φορές ακόμα και μέσα στην οικογένειά μας δεν αναγνωρίζουμε το μερίδιο της ευθύνης που μας αναλογεί προκειμένου να καταλάβουμε και να αντιμετωπίσουμε έγκαιρα τα ζητήματα που προκύπτουν καθώς τα μέλη της οικογένειας μας μεγαλώνουν και γηράσκουν. Το ίδιο βέβαια μπορεί να συμβαίνει και με το κράτος – που δεδομένου και της οικονομικής κρίσης – δείχνει ανίκανο να αναλάβει την ευθύνη του στην αντιμετώπιση των ζητημάτων που προκύπτουν στον ηλικιωμένο πληθυσμό του.
Τέτοια ζητήματα είναι επιγραμματικά:
- Η κοινωνική ασφάλιση και η υγεία
- Η αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών και πως αυτή ενισχύεται
- Η διασφάλιση της ισότητας και της αυτονομίας κάθε ηλικιωμένου
- Η συνεχής βελτίωση ενός δικτύου αποτελεσματικών υπηρεσιών φροντίδας και κοινωνικής υποστήριξης για τους ηλικιωμένους.
Ας δούμε όμως και κάποια ζητήματα που μπορεί να μας βοηθήσουν σε ατομικό επίπεδο να αλλάξουμε την τυχόν ρατσιστική μας διάθεση προς τους ηλικιωμένους και να προσεγγίσουμε την τρίτη ηλικία με ευθύνη, ευαισθησία και περισσότερη γνώση.
Με πρώτο το ζήτημα των Ηλικιακών διακρίσεων.
Τι είναι οι ηλικιακές διακρίσεις; Στην πραγματικότητα είναι οι στερεοτυπικές πεποιθήσεις και αντιλήψεις που διαμορφώνουμε ως άτομα αναφορικά με τις ικανότητες και τη νοοτροπία των ηλικιωμένων. Για παράδειγμα, πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι οι ηλικιωμένοι είναι συντηρητικοί, ότι δυσκολεύονται να καταλάβουν αυτό που τους λένε, αντιστέκονται στις αλλαγές, εργάζονται λιγότερο αποδοτικά όταν πιέζονται, είναι λιγότερο παραγωγικοί στη δουλειά τους, και πολλά άλλα που καθένας μπορεί να έχει παγιώσει ως αντιλήψεις για τους ηλικιωμένους. Μέσα από το πρίσμα τέτοιων παγιωμένων αντιλήψεων δημιουργούμε προκαταλήψεις που μας οδηγούν στο να βλέπουμε και να κρίνουμε λιγότερο ευνοϊκά τους ηλικιωμένους. Έτσι, δεν δίνουμε την ευκαιρία στον εαυτό μας να αντιληφθεί τη διαφορετικότητα και άρα να ξεχωρίσει ατομικά χαρακτηριστικά και ικανότητες του ηλικιωμένου.
Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο καθώς πολλοί ηλικιωμένοι έχουν και οι ίδιοι πειστεί και ενστερνιστεί τις παγιωμένες αντιλήψεις για τους ηλικιωμένους με αποτέλεσμα να εμπιστεύονται λιγότερο τις ικανότητες τους. Το χειρότερο όμως είναι όταν κάποιοι από τους ηλικιωμένους δεν έχουν δύναμη να αγωνιστούν για τα δικαιώματά τους, ούτε καν να προστατέψουν τον εαυτό τους και καταλήγουν να παραδίδουν τον εαυτό τους σε διακρίσεις που μερικές φορές οδηγούν σε μορφές κακοποίησης εις βάρος τους, όπως λεκτική βία, συναισθηματική κακοποίηση και σε μερικές περιπτώσεις και σε σωματική κακοποίηση.
Εδώ είναι σημαντικό ως κοινωνία να δούμε και τι μηνύματα δίνουμε τόσο στις νεώτερες γενιές, όσο και στις πιο ηλικιωμένες σχετικά με τα γηρατειά. Προκαταλήψεις σαν αυτές που θεωρούν τους ηλικιωμένους ανάξιους να ζούνε και ότι όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος και γερνάει τόσο πιο αξιοθρήνητος γίνεται, καταλήγουν να δηλητηριάζουν τους ανθρώπους σε όποια ηλικιακή ομάδα κι αν βρίσκονται. Το λέω αυτό έχοντας σημαντική κλινική εμπειρία με ηλικιωμένα άτομα και έχοντας πολλές φορές ακούσει από το στόμα τους να απαξιώνουν τον εαυτό τους επειδή είναι ηλικιωμένοι, συχνά ακόμα και αναφέροντας τα λόγια ενός δημοτικού τραγουδιού: Να’ ταν τα νιάτα μια φορά, τα γηρατειά καμία», σαν να πρόκειται για κάτι κακό που δεν έπρεπε να συμβαίνει.
Αντίστοιχα τέτοιες προκαταλήψεις δηλητηριάζουν και τις νεώτερες γενιές που στέκονται απέναντι στον ηλικιωμένο και στα γηρατειά με φόβο και αντίσταση. Συχνά ένα νέος ή μια νέα μπορεί να σκεφτεί μέσα από αυτό το πρίσμα: Τι αξία έχει να μεγαλώσω, να ωριμάσω, να γεράσω, εάν είναι να είμαι άχρηστος, ανήμπορος και άσχημος;
Επίσης, ο φόβος και η αντίσταση μπορεί να μας οδηγήσουν και σε αντίθετες συμπεριφορές από αυτές που φανταζόμαστε. Ενώ δηλαδή, θέλουμε να σεβόμαστε και να μας σέβονται, να απολαμβάνουμε με χαρά τη ζωή, να ανήκουμε σε ένα κοινωνικό σύνολο που μας αποδέχεται, μπορεί να φτάσουμε να τα καταπατάμε στους άλλους, κάτω από το συναίσθημα του φόβου και την αντίσταση να μεγαλώσουμε. Μπορεί δηλαδή να φερθούμε με σκληρότητα, ακόμα και βίαια, σε ότι μας φοβίζει και αντιστεκόμαστε να το δούμε και να το εντάξουμε ως κομμάτι της εξέλιξής μας. Εάν παρατηρήσουμε οι πιο νέοι λοιπόν, ότι η στάση μας απέναντι στα ηλικιωμένα άτομα είναι φορτισμένη με σκληρότητα, και αναλγησία (έστω και λεκτική μόνο), εάν παρατηρήσουμε ότι φτάνουμε να θίγουμε την αξιοπρέπεια και την αξία του άλλου επειδή είναι ηλικιωμένο άτομο, τότε καλά θα κάνουμε να σκεφτούμε τι είναι αυτό που φοβόμαστε στον ίδιο μας τον εαυτό. Μήπως τελικά γεμίζουμε τον Εαυτό μας με φόβο και υπερβολικό άγχος για τα γηρατειά; Μήπως έτσι αντιστεκόμαστε στο να μεγαλώσουμε και να ωριμάσουμε; Ενώ αυτό που τελικά χρειάζεται να κάνουμε, είναι να αποδεχθούμε τα γηρατειά ως μια φάση της ζωής μας. Για να δώσουμε έτσι την ευκαιρία στον Εαυτό μας να φτάσουμε στα γηρατειά και μάλιστα να τα ζήσουμε με διαύγεια, αυτοσεβασμό, αξιοπρέπεια και υγεία.
Για να σπάσουμε έτσι την αντίληψη που δημιουργούμε σκεφτόμενοι στερεοτυπικά για τα γηρατειά, σκεφτόμενοι δηλαδή ΌΤΙ γηρατειά σημαίνουν: στο περιθώριο, αρρώστιες, άνοια και εγκατάλειψη από τους άλλους.
Όχι, η μεγάλη ηλικία δεν σημαίνει απαραίτητα αυτά. Σήμερα, έχουμε πολλά παραδείγματα ανθρώπων που φτάσανε να ζούνε μέχρι τα 90 και 100 χρόνια με πλήρη διαύγεια νου, με καλή σωματική υγεία και διατηρώντας την ικανότητα να είναι δραστήρια άτομα και χρήσιμα σε κοινωνικές ομάδες που συμμετέχουν. Προσωπικά έχω γνωρίσει ηλικιωμένους που έφτασαν να ζούνε δημιουργικά τη ζωή τους σε μεγάλες ηλικίες και να προσφέρουν εθελοντικά υπηρεσίες σε κοινωφελείς οργανισμούς αντλώντας ικανοποίηση, αποδοχή και το αίσθημα του ανήκειν και της συντροφικότητας μέχρι τα βαθειά τους γεράματα.
Ας προσεγγίσουμε εδώ και τα προβλήματα των ηλικιωμένων, υπογραμμίζοντας όμως – όπως το υπαινίχθηκα ήδη – ότι τα περισσότερα προβλήματα τα δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι στη ζωή μας, μερικές φορές από τα πολύ νεανικά μας χρόνια. Μέσα από την διαπαιδαγώγηση μας, μέσα από την εκπαίδευση που πήραμε, το επάγγελμα ή τα επαγγέλματα που ασκήσαμε, τις επιλογές που κάναμε στη διατροφή μας, στη φροντίδα του σώματός μας, στην άσκηση του μυαλού μας, στην οικονομική μας κατάσταση, και γενικά από τον τρόπο που ζήσαμε και ζούμε. Ακόμα και από τον τρόπο που φανταστήκαμε ή δεν φανταστήκαμε τον εαυτό μας να γερνάει.
Εδώ ένα παράδειγμα από την κλινική μου εμπειρία έρχεται στο μυαλό μου όταν έκανα – υπό είδος πειράματος – την εξής ερώτηση σε ομάδες ηλικιωμένων με Ήπια Νοητική Διαταραχή που κάνω στην Εταιρεία Alzheimer. Ζήτησα από κάθε ηλικιωμένο να θυμηθεί πως είχε οραματιστεί τον Εαυτό του να γερνάει. Αυτό που πήρα ως απάντηση – από όλους, χωρίς ούτε μια εξαίρεση – ήταν: «μα δεν φαντάστηκα, δεν περίμενα ότι θα γεράσω». Αυτό μου προκάλεσε το ενδιαφέρον και με προβλημάτισε στο να προσεγγίζω το ζήτημα των γηρατειών με διάθεση για περισσότερη εξερεύνηση, κάτι που είναι και σημαντικό εργαλείο στη δουλειά μου ως ψυχοθεραπεύτρια. Και φυσικά αυτή η εξερεύνηση δεν περιορίζεται μόνο στα ηλικιωμένα άτομα, αλλά αφορά όλες τις ηλικιακές ομάδες.
Αυτό αφορά τους σημερινούς ηλικιωμένους που ως νεαροί ενήλικες μεγάλωσαν σε διαφορετικό οικογενειακό και κοινωνικό πλαίσιο. Δεν υπήρχαν στην εποχή τους ερεθίσματα, όπως οι ίδιοι ενθυμήθηκαν, σχετικά με τις ηλικίες των 75 και 85 ετών που σήμερα οι ίδιοι είναι. Όχι ότι δεν είχαν κάποια γιαγιά ή παππού στο περιβάλλον τους, αλλά επειδή ζούσαν πολλά άτομα στο ίδιο σπίτι, η φροντίδα του ηλικιωμένου περνούσε απαρατήρητη. Επίσης, οι ίδιοι τότε ως παιδιά και αργότερα ως νέοι θεωρούσαν αυτονόητο ότι και οι ίδιοι όταν θα γεράσουν θα ζουν με τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους στο ίδιο σπίτι και θα έχουν κάποιους να τους εξυπηρετούν όταν αυτοί δεν θα μπορούν. Μέχρι εκεί έφτανε η φαντασία τους.
Σήμερα βέβαια αυτό έχει εντελώς αλλάξει, αρχή γενομένης από τους ενήλικες της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα και μετά, οι οποίοι είναι πιο υποψιασμένοι πλέον και πληροφορημένοι για την αύξηση του μέσου όρου ζωής, για το νόημα της πρόληψης σε θέματα υγείας, για τα ζητήματα που αφορούν την τρίτη ηλικία, τη νόσο Alzheimer και τις άνοιες γενικότερα.
Το θέμα της διαμονής των ηλικιωμένων θα μπορούσαμε επίσης να το επισημάνουμε ως πρόβλημα για ένα σημαντικό κομμάτι αυτού του πληθυσμού. Στη σύγχρονη Ελλάδα είναι ένα δύσκολο θέμα που συνδέεται κυρίως με την εξέλιξη της Ελληνικής οικογένειας. Παρόλο που και η Ελληνική οικογένεια έχει να δείξει νέες μορφές που έχει πάρει πολλά από τα μέλη της δείχνουν να παραμένουν μέσα σε πλαίσια στερεοτυπικών αντιλήψεων, σαν να μην αντιλαμβάνονται τα νέα δεδομένα που προκύπτουν από τις αλλαγές στην οικογένεια και κατ’ επέκταση στην κοινωνία. Μια τέτοια νοοτροπία αφορά την πολύ συνηθισμένη φράση: «Υπάρχει καλύτερο περιβάλλον για μένα που είμαι γέρος ή γριά το να είμαι με τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου στο σπίτι μου;». Όμως οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Εάν δεν το βλέπουμε αυτό τότε σπαταλούμε την ενέργεια μας μένοντας κολλημένοι στο παρελθόν – μήπως γι’ αυτό και οι άνοιες αυξάνονται ραγδαία; – αφού εάν παρατηρήσουμε το πρώτο και βασικό συμπτώματά τους είναι η απώλεια της πρόσφατης μνήμης (αυτή που ονομάζουμε και Βραχύχρονη), ενώ η επανάληψη παλιών ιστοριών του παρελθόντος καταλήγει να παίρνει τη μορφή εμμονών.
Αυτή η τόσο βαθιά ριζωμένη νοοτροπία φαίνεται να απετέλεσε και την εύκολη λύση στις επιλογές της Πολιτείας για την ανάπτυξη Κέντρων Προστασίας Ηλικιωμένων, που απευθύνονται στα «περήφανα» γηρατειά. Με ότι μπορεί να σημαίνει για την Πολιτεία το «περήφανα». Αυτό όμως, απέκλεισε την ανάπτυξη ιδρυμάτων για «μη περήφανα» γηρατειά. Και όπως εγώ το καταλαβαίνω για τη δημιουργία ιδρυμάτων που ένα κράτος έχει ευθύνη να λειτουργεί παρέχοντας στους ηλικιωμένους υπηρεσίες διαμονής (εάν το χρειάζονται), υπηρεσίες άμεσης υγειονομικής περίθαλψης, υπηρεσίες κοινωνικής ένταξης, υπηρεσίες για σωματική και νοητικών άσκηση και πολλά άλλα. Θυμάμαι πριν από αρκετά χρόνια, μια νεαρή συνάδελφος που επέστρεψε από ένα Συνέδριο στην Αμερική, να περιγράφει εντυπωσιασμένη ένα από τα ιδρύματα για ηλικιωμένους που επισκέφτηκε εκεί. Παρόμοια ιδρύματα στην Ελλάδα μάλλον θα κάνουμε πολλά χρόνια να δούμε. Το θέμα βέβαια για μένα είναι να αρχίσουμε επιτέλους έστω να τα φανταζόμαστε. Ένα μεγάλο μέρος, όπως ήδη αναφέρθηκε για να καταφέρουμε να πάμε προς τα εκεί, είναι να το οραματιστούμε. Με την φαντασία μας μπορούμε να απεγκλωβίσουμε τον Εαυτό μας από νοοτροπίες και παγιωμένες αντιλήψεις και να οραματιστούμε τα γεράματά μας ως ένα ακόμη δημιουργικό και ενδιαφέρον κομμάτι της ζωής μας.
Ωστόσο, είναι πολύ σημαντικό να μένουμε συνδεδεμένοι με την πραγματικότητα, εάν μας ενδιαφέρει η ψυχική μας υγεία. Η Ελληνική πραγματικότητα είναι ιδιαίτερα αποθαρρυντική αυτή τη στιγμή για μια σημαντική μερίδα ατόμων της τρίτης ηλικίας και δείχνει καθημερινά να χειροτερεύει, εν όψει και της οικονομικής κρίσης που ολοένα και βαθαίνει. Ήδη οι συντάξεις των ηλικιωμένων διαρκώς μειώνονται και πλέον δεν επαρκούν, σε πολλές περιπτώσεις, ούτε για την κάλυψη βασικών αναγκών. Στην περίπτωση της χώρας μας εμφανίζεται και ένα ακόμη ενδιαφέρον φαινόμενο για παρατήρηση. Ο τρόπος που ένα μέρος της κοινωνίας ερμηνεύει τα ελλείμματα της Πολιτείας και της ατομικής ευθύνης που ο καθένας μας έχει σχετικά με τις επιλογές που κάνουμε. Για παράδειγμα, το ότι κάποιοι πήραν τους ηλικιωμένους που είχαν βάλει σε κάποιο ίδρυμα ξανά στο σπίτι λόγω της οικονομικής κρίσης, για να εξασφαλίσουν ένα εισόδημα από τη σύνταξη του δεν σημαίνει – όχι τουλάχιστον σε όλες τις περιπτώσεις – ότι η Ελληνική οικογένεια στηρίζει τα μέλη της. Αυτή η ερμηνεία δεν βοηθά να αλλάξουμε τις νοοτροπίες μας. Μας οδηγεί σε παραπλάνηση, που καλό δεν μας κάνει.
Κλείνω με τα παρακάτω λόγια του Σοπενχάουερ που για μένα δίνουν ένα νέο και ενδιαφέρον νόημα για τα γηρατειά μας :«Βαδίζοντας στο κλείσιμο της ζωής, συμβαίνει κάτι ανάλογο μ’ αυτό που γίνεται στο τέλος ενός χορού μεταμφιεσμένων: πέφτουν οι μάσκες.
Τότε βλέπεις καθαρά ποιους ακριβώς είχες συναναστραφεί στη διάρκεια της ζωής σου. Γιατί τότε βγαίνουν οι χαρακτήρες των ανθρώπων πραγματικά στο φως, οι πράξεις έχουν επιτέλους καρποφορήσει, τα επιτεύγματα έχουν σωστά εκτιμηθεί και καθετί το ψεύτικο έχει γκρεμιστεί» (απόσπασμα Άρθουρ Σοπενχάουερ από το βιβλίο του “Η τέχνη να επιβιώνεις»):